κνημίδιον

κνημίδιον
κνημ-ίδιον, τό, dub.sens.inIG22.1641.52 (pl.); κ. χαλκᾶ ib.1648.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κνημίδιον — κνημίδιον, τὸ (Α) πιθ. βραχιόλι που έβαζαν στην κνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”